- απόλυτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, απεριόριστος: Η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι το αδύνατο.2. (φιλοσ.), το ουδ. ως ουσ., το απόλυτο το αυτοτελές, το τέλειο, το άπειρο, αυτό που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του: Ο Θεός είναι το απόλυτο, όλα τα άλλα είναι σχετικά.3. «απόλυτα αριθμητικά», αυτά που φανερώνουν απλά τους αριθμούς: Ένα, δύο, εκατό, χίλια κτλ.4. (φυσ.), «απόλυτο μηδέν», η θερμοκρασία 273°C κάτω από το μηδέν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.